Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαρμαρουργός
μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
μαρμαρωπός
μαρμάρωσις
μαρμαρωσσός
μάρναμαι
μᾶρον
μαρούλιον
Μαρπήσση
Μάρπησσος
μάρπτις
μάρπτω
μάρρον
Μαρρουκῖνος
μαρσίππιον
View word page
μαρμαρωσσός
afflicted with
ShortDef
afflicted with
Debugging
Headword:
μαρμαρωσσός
Headword (normalized):
μαρμαρωσσός
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρωσσος
IDX:
54704
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54705
Key:
Data
{'content': 'afflicted with'}