Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρμαροποιός
μαρμαρόπτερος
μάρμαρος
μαρμαρουργός
μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
μαρμαρωπός
μαρμάρωσις
μαρμαρωσσός
μάρναμαι
μᾶρον
μαρούλιον
Μαρπήσση
Μάρπησσος
μάρπτις
μάρπτω
View word page
μαρμαρῶπις
turning to stone by a glance

ShortDef

turning to stone by a glance

Debugging

Headword:
μαρμαρῶπις
Headword (normalized):
μαρμαρῶπις
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρωπις
IDX:
54701
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54702
Key:

Data

{'content': 'turning to stone by a glance'}