Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
ἀναγγελία
View word page
ἀναβρυχάω
to roar aloud

ShortDef

to roar aloud

Debugging

Headword:
ἀναβρυχάω
Headword (normalized):
ἀναβρυχάω
Headword (normalized/stripped):
αναβρυχαω
IDX:
5469
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5470
Key:

Data

{'content': 'to roar aloud'}