Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρμαρεργατέω
μαρμαρικός
μαρμάρινος
μαρμαρῖτις
μαρμαρογλύπτης
μαρμαρογλυφία
μαρμαροκονία
μάρμαρον
μαρμαροποιός
μαρμαρόπτερος
μάρμαρος
μαρμαρουργός
μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
μαρμαρωπός
μαρμάρωσις
View word page
μάρμαρος
stone

ShortDef

stone

Debugging

Headword:
μάρμαρος
Headword (normalized):
μάρμαρος
Headword (normalized/stripped):
μαρμαρος
IDX:
54693
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54694
Key:

Data

{'content': 'stone'}