Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαρμαράριος
μαρμάρεος
μαρμαρεργατέω
μαρμαρικός
μαρμάρινος
μαρμαρῖτις
μαρμαρογλύπτης
μαρμαρογλυφία
μαρμαροκονία
μάρμαρον
μαρμαροποιός
μαρμαρόπτερος
μάρμαρος
μαρμαρουργός
μαρμαροφεγγής
μαρμαρόω
μαρμαρυγή
μαρμαρυγώδης
μαρμαρύσσω
μαρμαρώδης
μαρμαρῶπις
View word page
μαρμαροποιός
working in marble

ShortDef

working in marble

Debugging

Headword:
μαρμαροποιός
Headword (normalized):
μαρμαροποιός
Headword (normalized/stripped):
μαρμαροποιος
IDX:
54691
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54692
Key:

Data

{'content': 'working in marble'}