Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
ἀναγαργάριστον
ἀναγγείωτος
View word page
ἀναβρυχάομαι
roar aloud

ShortDef

roar aloud

Debugging

Headword:
ἀναβρυχάομαι
Headword (normalized):
ἀναβρυχάομαι
Headword (normalized/stripped):
αναβρυχαομαι
IDX:
5468
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5469
Key:

Data

{'content': 'roar aloud'}