Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαριλάδης
μαριλευτής
μαρίλη
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρῖνος
Μάριος
Μάρις
Μάρισα
μαρίσκος
μαρίω
Μαρκία
Μάρκιος
Μάρκος
μαρμαίρω
μαρμαράριος
μαρμάρεος
μαρμαρεργατέω
μαρμαρικός
μαρμάρινος
μαρμαρῖτις
View word page
μαρίω
to be feverish

ShortDef

to be feverish

Debugging

Headword:
μαρίω
Headword (normalized):
μαρίω
Headword (normalized/stripped):
μαριω
IDX:
54676
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54677
Key:

Data

{'content': 'to be feverish'}