Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
ἀναγαργάρισμα
ἀναγαργαρισμός
ἀναγαργαριστέον
View word page
ἀναβρόχω
gulp back

ShortDef

gulp back

Debugging

Headword:
ἀναβρόχω
Headword (normalized):
ἀναβρόχω
Headword (normalized/stripped):
αναβροχω
IDX:
5466
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5467
Key:

Data

{'content': 'gulp back'}