Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μαρδόνιος
μάρδος
Μάρδος
Μάρδων
Μαρέη
Μάρεια
Μᾶρες
μάρη
Μαριανδυνία
Μαριανδυνός
μαριεύς
Μαριλάδης
μαριλευτής
μαρίλη
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρῖνος
Μάριος
Μάρις
Μάρισα
μαρίσκος
View word page
μαριεύς
a stone that takes fire when water is poured on it

ShortDef

a stone that takes fire when water is poured on it

Debugging

Headword:
μαριεύς
Headword (normalized):
μαριεύς
Headword (normalized/stripped):
μαριευς
IDX:
54665
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54666
Key:

Data

{'content': 'a stone that takes fire when water is poured on it'}