Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρδόνιος
μάρδος
Μάρδος
Μάρδων
Μαρέη
Μάρεια
Μᾶρες
μάρη
Μαριανδυνία
Μαριανδυνός
μαριεύς
Μαριλάδης
μαριλευτής
μαρίλη
μαριλοκαύτης
μαριλοπότης
μαρῖνος
Μάριος
Μάρις
View word page
Μαριανδυνία
wild, barbaric
ShortDef
wild, barbaric
Debugging
Headword:
Μαριανδυνία
Headword (normalized):
μαριανδυνία
Headword (normalized/stripped):
μαριανδυνια
IDX:
54663
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54664
Key:
Data
{'content': 'wild, barbaric'}