Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάω
μάργηλις
Μαργιανή
Μαργίτης
Μαργιτομανής
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρδόνιος
μάρδος
Μάρδος
Μάρδων
Μαρέη
Μάρεια
Μᾶρες
μάρη
Μαριανδυνία
View word page
μαργοσύνη
gluttony, lust

ShortDef

gluttony, lust

Debugging

Headword:
μαργοσύνη
Headword (normalized):
μαργοσύνη
Headword (normalized/stripped):
μαργοσυνη
IDX:
54653
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54654
Key:

Data

{'content': 'gluttony, lust'}