Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαραυγέω
μαραυγία
Μάραφις
μαργαίνω
μαργαρίς
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάω
μάργηλις
Μαργιανή
Μαργίτης
Μαργιτομανής
μαργόομαι
μάργος
μαργοσύνη
μαργότης
Μαρδόνιος
μάρδος
View word page
μαργάω
rage furiously
ShortDef
rage furiously
Debugging
Headword:
μαργάω
Headword (normalized):
μαργάω
Headword (normalized/stripped):
μαργαω
IDX:
54646
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54647
Key:
Data
{'content': 'rage furiously'}