Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάρανσις
μαραντικός
μαρασμός
μαρασμώδης
μαραυγέω
μαραυγία
Μάραφις
μαργαίνω
μαργαρίς
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάω
μάργηλις
Μαργιανή
Μαργίτης
Μαργιτομανής
μαργόομαι
μάργος
View word page
μαργαρίτης
a pearl
ShortDef
a pearl
Debugging
Headword:
μαργαρίτης
Headword (normalized):
μαργαρίτης
Headword (normalized/stripped):
μαργαριτης
IDX:
54642
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54643
Key:
Data
{'content': 'a pearl'}