Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαραίνομαι
μαραίνω
μάρανσις
μαραντικός
μαρασμός
μαρασμώδης
μαραυγέω
μαραυγία
Μάραφις
μαργαίνω
μαργαρίς
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάω
μάργηλις
Μαργιανή
Μαργίτης
Μαργιτομανής
View word page
μαργαρίς
palm-tree
ShortDef
palm-tree
Debugging
Headword:
μαργαρίς
Headword (normalized):
μαργαρίς
Headword (normalized/stripped):
μαργαρις
IDX:
54640
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54641
Key:
Data
{'content': 'palm-tree'}