Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μαραθωνομάχης
μαραίνομαι
μαραίνω
μάρανσις
μαραντικός
μαρασμός
μαρασμώδης
μαραυγέω
μαραυγία
Μάραφις
μαργαίνω
μαργαρίς
μαργαριτάριον
μαργαρίτης
μαργαρογονία
μάργαρον
μάργαρος
μαργάω
μάργηλις
Μαργιανή
Μαργίτης
View word page
μαργαίνω
to rage furiously
ShortDef
to rage furiously
Debugging
Headword:
μαργαίνω
Headword (normalized):
μαργαίνω
Headword (normalized/stripped):
μαργαινω
IDX:
54639
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54640
Key:
Data
{'content': 'to rage furiously'}