Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
ἀναγαργαρίζω
View word page
ἀναβρομέω
boil up

ShortDef

boil up

Debugging

Headword:
ἀναβρομέω
Headword (normalized):
ἀναβρομέω
Headword (normalized/stripped):
αναβρομεω
IDX:
5463
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5464
Key:

Data

{'content': 'boil up'}