Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανωτικός
Μάξυες
μαππάριος
μαππίον
μάραγνα
μαραθίτης
μαραθοειδής
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχης
μαραίνομαι
μαραίνω
μάρανσις
μαραντικός
μαρασμός
μαρασμώδης
μαραυγέω
μαραυγία
Μάραφις
μαργαίνω
μαργαρίς
View word page
μαραίνομαι
die gradually away

ShortDef

die gradually away

Debugging

Headword:
μαραίνομαι
Headword (normalized):
μαραίνομαι
Headword (normalized/stripped):
μαραινομαι
IDX:
54630
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54631
Key:

Data

{'content': 'die gradually away'}