Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
ἀναγαλλίς
View word page
ἀναβρέχομαι
become wet again

ShortDef

become wet again

Debugging

Headword:
ἀναβρέχομαι
Headword (normalized):
ἀναβρέχομαι
Headword (normalized/stripped):
αναβρεχομαι
IDX:
5462
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5463
Key:

Data

{'content': 'become wet again'}