Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαντόσυνος
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
Μάξυες
μαππάριος
μαππίον
μάραγνα
μαραθίτης
μαραθοειδής
μάραθον
Μαραθών
Μαραθωνομάχης
μαραίνομαι
μαραίνω
μάρανσις
μαραντικός
μαρασμός
μαρασμώδης
μαραυγέω
μαραυγία
View word page
μάραθον
fennel

ShortDef

fennel

Debugging

Headword:
μάραθον
Headword (normalized):
μάραθον
Headword (normalized/stripped):
μαραθον
IDX:
54627
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54628
Key:

Data

{'content': 'fennel'}