Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
ἀναβρωτικός
View word page
ἀναβραχεῖν
clanged

ShortDef

clanged

Debugging

Headword:
ἀναβραχεῖν
Headword (normalized):
ἀναβραχεῖν
Headword (normalized/stripped):
αναβραχειν
IDX:
5461
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5462
Key:

Data

{'content': 'clanged'}