Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
μαντίον
Μάντιος
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνα
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
Μάξυες
μαππάριος
μαππίον
μάραγνα
View word page
μάντις
one who divines, a seer, prophet
ShortDef
one who divines, a seer, prophet
Debugging
Headword:
μάντις
Headword (normalized):
μάντις
Headword (normalized/stripped):
μαντις
IDX:
54614
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54615
Key:
Data
{'content': 'one who divines, a seer, prophet'}