Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
μαντίον
Μάντιος
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνα
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
Μάξυες
μαππάριος
μαππίον
View word page
μαντιπόλος
frenzied, inspired

ShortDef

frenzied, inspired

Debugging

Headword:
μαντιπόλος
Headword (normalized):
μαντιπόλος
Headword (normalized/stripped):
μαντιπολος
IDX:
54613
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54614
Key:

Data

{'content': 'frenzied, inspired'}