Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
μαντίον
Μάντιος
μαντιπολέω
μαντιπόλος
μάντις
μαντοσύνα
μαντοσύνη
μαντόσυνος
μανώδης
μάνωσις
μανωτικός
View word page
μαντίον
paludamentum

ShortDef

paludamentum

Debugging

Headword:
μαντίον
Headword (normalized):
μαντίον
Headword (normalized/stripped):
μαντιον
IDX:
54610
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54611
Key:

Data

{'content': 'paludamentum'}