Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
ἀναβρυχάω
ἀνάβρωσις
View word page
ἀνάβραστος
boiled
ShortDef
boiled
Debugging
Headword:
ἀνάβραστος
Headword (normalized):
ἀνάβραστος
Headword (normalized/stripped):
αναβραστος
IDX:
5460
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5461
Key:
Data
{'content': 'boiled'}