Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
μαντίον
Μάντιος
μαντιπολέω
μαντιπόλος
View word page
μαντευτικός
of or for divination

ShortDef

of or for divination

Debugging

Headword:
μαντευτικός
Headword (normalized):
μαντευτικός
Headword (normalized/stripped):
μαντευτικος
IDX:
54603
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54604
Key:

Data

{'content': 'of or for divination'}