Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
μαντίον
Μάντιος
View word page
μαντευτέον
one must divine
ShortDef
one must divine
Debugging
Headword:
μαντευτέον
Headword (normalized):
μαντευτέον
Headword (normalized/stripped):
μαντευτεον
IDX:
54601
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54602
Key:
Data
{'content': 'one must divine'}