Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
Μαντινεύς
View word page
μάντευμα
an oracle
ShortDef
an oracle
Debugging
Headword:
μάντευμα
Headword (normalized):
μάντευμα
Headword (normalized/stripped):
μαντευμα
IDX:
54599
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54600
Key:
Data
{'content': 'an oracle'}