Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

ἀγκωνισμός
ἀγκωνόδεσμος
ἀγκωνοειδής
ἀγλαέθειρος
Ἀγλαΐα
ἀγλαΐα
ἀγλαΐζομαι
ἀγλαΐζω
ἀγλαΐη
ἀγλάϊσμα
ἀγλαϊσμός
ἀγλαϊστός
ἀγλαόβοτρυς
ἀγλαόγυιος
ἀγλαόδενδρος
ἀγλαόδωρος
ἀγλαοεργός
ἀγλαόθρονος
ἀγλαόθυμος
ἀγλαόκαρπος
ἀγλαόκουρος
View word page
ἀγλαϊσμός
adorning, ornament

ShortDef

adorning, ornament

Debugging

Headword:
ἀγλαϊσμός
Headword (normalized):
ἀγλαϊσμός
Headword (normalized/stripped):
αγλαισμος
IDX:
545
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-546
Key:

Data

{'content': 'adorning, ornament'}