Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
Μαντίνεια
View word page
μαντεῖος
oracular, prophetic

ShortDef

oracular, prophetic

Debugging

Headword:
μαντεῖος
Headword (normalized):
μαντεῖος
Headword (normalized/stripped):
μαντειος
IDX:
54598
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54599
Key:

Data

{'content': 'oracular, prophetic'}