Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
μαντικός
View word page
μαντεῖον
an oracle
ShortDef
an oracle
Debugging
Headword:
μαντεῖον
Headword (normalized):
μαντεῖον
Headword (normalized/stripped):
μαντειον
IDX:
54597
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54598
Key:
Data
{'content': 'an oracle'}