Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
μαντιάρχης
View word page
μαντεία
prophesying, prophetic power

ShortDef

prophesying, prophetic power

Debugging

Headword:
μαντεία
Headword (normalized):
μαντεία
Headword (normalized/stripped):
μαντεια
IDX:
54596
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54597
Key:

Data

{'content': 'prophesying, prophetic power'}