Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
μαντήιον
View word page
μανόω
make porous, loose
ShortDef
make porous, loose
Debugging
Headword:
μανόω
Headword (normalized):
μανόω
Headword (normalized/stripped):
μανοω
IDX:
54595
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54596
Key:
Data
{'content': 'make porous, loose'}