Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
μαντευτός
View word page
μανόχροος
with loose, flabby skin

ShortDef

with loose, flabby skin

Debugging

Headword:
μανόχροος
Headword (normalized):
μανόχροος
Headword (normalized/stripped):
μανοχροος
IDX:
54594
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54595
Key:

Data

{'content': 'with loose, flabby skin'}