Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
μαντευτέος
μαντευτικός
View word page
μανόφυλλος
with loosely-packed leaves
ShortDef
with loosely-packed leaves
Debugging
Headword:
μανόφυλλος
Headword (normalized):
μανόφυλλος
Headword (normalized/stripped):
μανοφυλλος
IDX:
54593
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54594
Key:
Data
{'content': 'with loosely-packed leaves'}