Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
μαντευτέον
View word page
μανόστημος
open in warp and weft, gossamer

ShortDef

open in warp and weft, gossamer

Debugging

Headword:
μανόστημος
Headword (normalized):
μανόστημος
Headword (normalized/stripped):
μανοστημος
IDX:
54591
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54592
Key:

Data

{'content': 'open in warp and weft, gossamer'}