Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
μαντεύομαι
View word page
μανόσπορος
thinly sown

ShortDef

thinly sown

Debugging

Headword:
μανόσπορος
Headword (normalized):
μανόσπορος
Headword (normalized/stripped):
μανοσπορος
IDX:
54590
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54591
Key:

Data

{'content': 'thinly sown'}