Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
μάντευμα
View word page
μανοσπορέω
sow thinly

ShortDef

sow thinly

Debugging

Headword:
μανοσπορέω
Headword (normalized):
μανοσπορέω
Headword (normalized/stripped):
μανοσπορεω
IDX:
54589
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54590
Key:

Data

{'content': 'sow thinly'}