Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
ἀναβολάδην
ἀναβολάδιον
ἀναβολεύς
ἀναβολή
ἀναβολικός
ἀναβόλιμος
ἀναβορβορύζω
ἀναβουλεύομαι
ἀναβράζω
ἀνάβρασις
ἀναβρασμός
ἀναβράσσω
ἀνάβραστος
ἀναβραχεῖν
ἀναβρέχομαι
ἀναβρομέω
ἀναβροντάω
ἀναβροχισμός
ἀναβρόχω
ἀναβρυάζω
ἀναβρυχάομαι
View word page
ἀναβρασμός
boiling up
ShortDef
boiling up
Debugging
Headword:
ἀναβρασμός
Headword (normalized):
ἀναβρασμός
Headword (normalized/stripped):
αναβρασμος
IDX:
5458
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-5459
Key:
Data
{'content': 'boiling up'}