Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
μαντεῖος
View word page
μανός
loose, porous; few, scanty

ShortDef

loose, porous; few, scanty

Debugging

Headword:
μανός
Headword (normalized):
μανός
Headword (normalized/stripped):
μανος
IDX:
54588
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54589
Key:

Data

{'content': 'loose, porous; few, scanty'}