Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
μαντεῖον
View word page
μαννώδης
like powder or granules

ShortDef

like powder or granules

Debugging

Headword:
μαννώδης
Headword (normalized):
μαννώδης
Headword (normalized/stripped):
μαννωδης
IDX:
54587
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54588
Key:

Data

{'content': 'like powder or granules'}