Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
μαντεία
View word page
μαννοφόρος
wearing a collar

ShortDef

wearing a collar

Debugging

Headword:
μαννοφόρος
Headword (normalized):
μαννοφόρος
Headword (normalized/stripped):
μαννοφορος
IDX:
54586
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54587
Key:

Data

{'content': 'wearing a collar'}