Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
μανόω
View word page
μάννα
manna, a morsel, grain

ShortDef

manna, a morsel, grain

Debugging

Headword:
μάννα
Headword (normalized):
μάννα
Headword (normalized/stripped):
μαννα
IDX:
54585
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54586
Key:

Data

{'content': 'manna, a morsel, grain'}