Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
μανόχροος
View word page
μανιώδης
like madness, mad
ShortDef
like madness, mad
Debugging
Headword:
μανιώδης
Headword (normalized):
μανιώδης
Headword (normalized/stripped):
μανιωδης
IDX:
54584
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54585
Key:
Data
{'content': 'like madness, mad'}