Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
μανόσπορος
μανόστημος
μανότης
μανόφυλλος
View word page
Μανιχαῖος
Manichaean
ShortDef
Manichaean
Debugging
Headword:
Μανιχαῖος
Headword (normalized):
μανιχαῖος
Headword (normalized/stripped):
μανιχαιος
IDX:
54583
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54584
Key:
Data
{'content': 'Manichaean'}