Scaife ATLAS
Back to dictionaries
Short Defs
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
μανοσπορέω
View word page
μανιοποιός
maddening
ShortDef
maddening
Debugging
Headword:
μανιοποιός
Headword (normalized):
μανιοποιός
Headword (normalized/stripped):
μανιοποιος
IDX:
54579
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54580
Key:
Data
{'content': 'maddening'}