Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
μανός
View word page
μανιοποιέω
madden, infuriate

ShortDef

madden, infuriate

Debugging

Headword:
μανιοποιέω
Headword (normalized):
μανιοποιέω
Headword (normalized/stripped):
μανιοποιεω
IDX:
54578
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54579
Key:

Data

{'content': 'madden, infuriate'}