Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
μαννώδης
View word page
μανιόκηπος
madly lustful

ShortDef

madly lustful

Debugging

Headword:
μανιόκηπος
Headword (normalized):
μανιόκηπος
Headword (normalized/stripped):
μανιοκηπος
IDX:
54577
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54578
Key:

Data

{'content': 'madly lustful'}