Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
Μανιχαῖος
μανιώδης
μάννα
μαννοφόρος
View word page
μανικός
of or for madness, mad, frenzied, disposed to madness

ShortDef

of or for madness, mad, frenzied, disposed to madness

Debugging

Headword:
μανικός
Headword (normalized):
μανικός
Headword (normalized/stripped):
μανικος
IDX:
54576
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54577
Key:

Data

{'content': 'of or for madness, mad, frenzied, disposed to madness'}