Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
μᾶνις
View word page
μανιάκης
an armlet

ShortDef

an armlet

Debugging

Headword:
μανιάκης
Headword (normalized):
μανιάκης
Headword (normalized/stripped):
μανιακης
IDX:
54572
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54573
Key:

Data

{'content': 'an armlet'}