Scaife ATLAS

Back to dictionaries

Short Defs

μανδραγορίτης
μανδύα
μανδυοειδής
Μανεθώς
Μανερῶς
μάνης
Μανῆς
μανθάνω
μανία
Μανία
μανία2
μανιάκης
μανιάς
μανιάω
μανίκια
μανικός
μανιόκηπος
μανιοποιέω
μανιοποιός
Μάνιος
μανιουργέω
View word page
μανία2
looseness

ShortDef

madness, frenzy
Mania (long alpha, unlike μανία madness), a slave name
looseness

Debugging

Headword:
μανία2
Headword (normalized):
μανία
Headword (normalized/stripped):
μανια2
IDX:
54571
URN:
urn:cite2:scaife-viewer:dictionary-entries.atlas_v1:short-def-54572
Key:

Data

{'content': 'looseness'}